θριαμβικός

θριαμβικός
η , ό[ν] см. θριαμβευτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θριαμβικός" в других словарях:

  • θριαμβικός — triumphal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… …   Dictionary of Greek

  • θριαμβικός — ή, ό θριαμβευτικός: Θριαμβική αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριαμβικῶν — θριαμβικός triumphal fem gen pl θριαμβικός triumphal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικαῖς — θριαμβικός triumphal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικοῦ — θριαμβικός triumphal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικῆς — θριαμβικός triumphal fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικῇ — θριαμβικός triumphal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβική — θριαμβικός triumphal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικήν — θριαμβικός triumphal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβικῶς — θριαμβικός triumphal adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»